H ΠIKPH HΔONH THΣ AΓAΠHΣ

(AΠOΣΠAΣMA)

 

D' HONEUR ET D' EXELENCE

 

«Εστίν ουν Τραγωδία,
μίμηση πράξεως σπουδαίας
και τελείας, μέγεθος εχούσης ...»

 

 

Ε! Ρε ρημάδα θάλασσα και πως να σ' αγαπήσω!..

Και καθώς βλέπω το χρώμα σου, το μπλέ, αν και φουρτουνιασμένο, θυμάμαι τα μάτια του Βασίλη. Ο Βασίλης είχε ξανθά μαλλιά και μπλέ μάτια και ήταν τέσσερις τα ξημερώματα όταν γύρισε πίσω.

Μη ρωτάς. Εγώ σκηνοθετώ, εγώ είμαι ο σεναριογράφος.

Ο τόπος του δρώμενου είναι το επαρχιακό Νοσοκομείο που έπαιρνα ειδικότητα Γενικής Χειρουργικής Π.Ε. (προ. ΕΣΥ). Ο Βασίλης έκανε ειδικότητα Ορθοπεδικής και αυτή τη νύχτα εφημερεύει για διακομιδές. Εγώ μαζί με τον Μήτσο εφημερεύουμε για όλο το Νοσοκομείο, εσωτερικά και εξωτερικά περιστατικά. Δυό γιατροί μέσα σ' ολόκληρο το Νοσοκομείο και λίγες Αδελφούλες (πάντα, έτσι με αγάπη μνημονεύω, τρυφερά, αυτά τα Ιερά Πλάσματα). Σκασίλα σου, βέβαια, αλλά λίγες ώρες πριν μας έχουν φέρει ένα ομαδικό Τροχαίο, ξέρεις, αίματα και εμετοί παντού, η μυρωδιά ποτίζει την μνήμη και δεν ξεβάφει ποτέ, τακτοποιούμε τους ελαφρότερους τραυματίες στο κρεββάτι τους και τον βαρύτερο, έναν νεαρό με βαρειά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, τον στέλνουμε, άρον-άρον, με συνοδό τον Βασίλη - μπλέ μάτια και την σειρήνα του ασθενοφόρου να τσιρίζει απεγνωσμένα, καθώς το μπλέ φως του στριφογυρίζοντας, απομακρύνεται από το Νοσοκομείο.

Τέσσερις τα ξημερώματα, με πρησμένα πόδια, γλώσσα παπούτσι, νηστικοί και ζαλισμένοι με τάση για εμετό, ο Μήτσος, η Αδελφούλα, δεν θυμάμαι το όνομά της και εγώ, αφού πλένουμε τα χέρια μας, τα μούτρα μας, φυσάμε τις μύτες μας, στηριζόμενοι ο ένας στον άλλον, κατεβαίνουμε στην κουζίνα να βάλουμε μια μπουκιά στο στόμα μας από το φαγητό που μας έχει αφήσει ο Μάγειρας, από το μεσημέρι στον θερμοθάλαμο, που φυσικά, έχει κρυώσει. Η αίσθηση σ' αυτές τις περιπτώσεις, για τους «σκληροτράχηλους» πολεμιστές, «μάχιμους» γιατρούς, είναι πικρή, ένα κράμμα απογοήτευσης και ανημποριάς, λύπησης για τον Άρρωστο και αυτολύπησης, ανάμεικτες με σωματικά συμπτώματα, ναυτία, δυσφορία, μυική αδυναμία και αυτό για να απαντήσω μια και καλή, αγαπητή μου θάλασσα, σ' Αυτούς των σαλονιών, των γραφείων, των εδράνων και των γαλονιών ντέ, σ' Αυτούς που μας θεωρούν χαλκέντερους, φιαγμένους από μεταλλικά εξαρτήματα και αλώβητους, σαν Robo-Cop δηλαδή, γιατί βλέπεις «όσα δεν φτάνει η Αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια» και χυδαιολογεί. Η Αλεπού πάντα!..

Μ' αυτήν την αηδία στο στόμα, καθόμαστε στο τραπέζι οι τρεις μας και κοιταζόμαστε, ποιός θα φάει πρώτος την παγωμένη μπουκιά απΥ το κοτόπουλο, η μικρή Αδελφούλα βουρκώνει κιόλας, εμείς για να της δώσουμε κουράγιο, «έλα βρε Μήτσο τρώγε, μας περιμένουμε ώρες ακόμη, σβήστο πανάθεμά το για τσιγάρο» και εκείνη, «έλα βρε φιλενάδα, θα φάω, λές να ζήσει το παιδί, πως τρέχουν έτσι γαμώτο», και καρφώνοντας μια μπουκιά, «τι έχουν δει τα μάτια μας!..»

Μπουκωνόμαστε, που λες θαλασσίτσα μου και προσπαθούμε να καταπιούμε και να! Γεμίζει η κουζίνα μπλε φως, στριφογυριστό και άφωνο, μουγγό σου λέω, χωρίς σειρήνα, ο καλύτερος σκηνοθέτης δεν θα μπορούσε να το σκεφτεί, ο εφιάλτης, ο Κυρ-Θάνατος αυτοπροσώπως.

- Γυρίζει το ασθενοφόρο, λέει η Αδελφούλα και φτύνει τη μπουκιά.

- Πέθανε το παιδί. Λέει ο Μήτσος με το πειρούνι μετέωρο.

Καταπίνω. Τα έντερά μου, ανεβαίνουν στο στόμα μου, τα καταπίνω κι' αυτά.

- Ο Βασίλης! Λέω πνιγμένη, κι' Εκείνος εμφανίζεται στην πόρτα, εμείς καρφωμένοι στις καρέκλες, Frozen, την έκφραση των θαλασσινών ματιών του δεν θα την ξεχάσω ποτέ.

- Πέθανε, λέει χωρίς να ανοίξει το στόμα του και αυτό το στόμα του είναι γεμάτο αίματα και εμετό, μόνο κάθεται στην πόρτα και μας κοιτάζει.

Πάω κοντά του, με μια χαρτοπετσέτα στο χέρι, την βάζω στο αδύναμο χέρι του, την πιάνει, δεν σκουπίζεται.

- Έκανα τεχνητή αναπνοή, μου λέει, μου εξηγεί ανόητα, λες και δεν τό 'ξερα, λες και δεν το είχα περάσει κι' εγώ, λες και δεν είχα «ξαναδεί το έργο», τον αγκαλιάζω, άψυχος σαν μαριονέττα, τα θαλασσινά του μάτια δακρυσμένα, πέθανε, μου λέει με απορία!...

- Το ξέρω καλέ μου, του λέω βραχνιασμένη, θα πέθαινε ματάκια μου, έτσι, αλιώς, θα πέθαινε γαμώτο μου!..
Η ανάσα του Βασίλη, η ανάσα που δεν μπόρεσε να περάσει στο άλλο σώμα, Mouth to Mouth, έβγαινε σφυριχτή, κλάμμα. Δεν τολμάω να του σκουπίσω το στόμα.

- Πήγαινε Γιατρέ μου να πλυθείς, Μήτσο πήγαινε μαζί του, θα φιάξω εγώ τα χαρτιά, πήγαινε πίσω στα κορίτσια και εσύ, λέω στην Αδελφούλα, φεύγουν.

Το τραπέζι έχει μια όψη από εγκατάλειψη, τα φαγητά στα πιάτα, σε λίγο οι κατσαρίδες θα στήσουν τσιμπούσι. Κάθομαι και ανάβω τσιγάρο. Με πονάει το κορμί μου, η ψυχή μου, δεν ξέρω.

- D'' Honeur - d' Honeur, μουρμουράω με προφορά, d' Honeur et d' Exelence, η απονομή του παρασήμου θα γίνει με μουσική Ροκ με τον Κυρ-Θάνατο ντυμένο με τα καλά του να κρατάει στην αγκαλιά του το παγωμένο σώμα του παιδιού με το τσακισμένο κεφάλι, και το παράσημο, ένα ματωμένο στόμα, Mouth to Mouth!.. D' Honeur et d' Exelence Γιατρέ μου, D' Honeur Βασίλη μου, όπου κι αν είσαι, είμαι σίγουρη ότι θα είσαι το ίδιο αγνός και ο Μήτσος το ίδιο και η Αδελφούλα θα είναι Προϊσταμένη τώρα, που και που θα μας θυμάται, μια πάλη είναι Βασίλη μου, καμμιά φορά κερδίζουμε καμιά γυροβολιά και άσε τους τους επιτραπέζιους, επιγράφιους να λένε, εμείς προχωράμε, D' Honeur et d' Exelence, Βασίλη - μπλε μάτια.

Ε! Ρε ρημάδα θάλασσα, που σ' αγαπώ πολύ.